κακοηχής

κακοηχής
κακοηχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακό, δυσάρεστο ήχο, κακόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ-ηχής, πολυ-ηχής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοηχοῦς — κακοηχής ill sounding masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοηχεστέρα — κακοηχεστέρᾱ , κακοηχής ill sounding fem nom/voc/acc comp dual κακοηχεστέρᾱ , κακοηχής ill sounding fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”